- θερίτροπος
- θερίτροπος, ον,A turning in summer, of the solstice, Tz.ad Hes.Op. 596.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θερίτροπος — θερίτροπος, ον (Μ) (για το ηλιοστάσιο) αυτός που τρέπεται κατά το θέρος («θερίτροποι τροπαί» οι θερινές τροπές τού ηλίου, Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερι < θέρος (πρβλ. τερψίμβροτος) + τροπος (< τρέπω), πρβλ. κατά τροπος, μετά τροπος] … Dictionary of Greek
θεριτρόπους — θερίτροπος turning in summer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριτρόπων — θερίτροπος turning in summer masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek